τριγλυκερίδιο

τριγλυκερίδιο
το, Ν
συν. στον πληθ. τα τριγλυκερίδια
(βιοχ.) γλυκερίδια τα οποία περιέχουν στο μόριό τους τρεις ακυλομάδες, αλλ. τριακυλογλυκερόλες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλυκερίδια — Εστέρες που σχηματίζονται κατά την αντίδραση της γλυκερίνης με ανόργανα ή οργανικά μονοκαρβονικά οξέα. Επειδή η γλυκερίνη είναι τρισθενής αλκοόλη υπάρχουν μονο , δι και τριεστέρες, απλοί ή μεικτοί, ανάλογα δηλαδή εάν περιέχουν ρίζες του ίδιου ή… …   Dictionary of Greek

  • δαφνίνη — η 1. γλυκοζίτης που περιέχεται στη δάφνη την άλπειο 2. το τριγλυκερίδιο τού δαφνικού οξέος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”